< ἀπομακτήριον
ἀπομάκτρα >
ἀπομάκτης
,
-ου, ὁ
1
fig.
que limpia
o
purifica
μεγαλῶν συμφορῶν
Com.Adesp
.589, cf. en ritos mágicos, Poll.7.188, Hsch.
2
plu.
residuo
,
AB
431.