< ἀπομακτέον
ἀπομάκτης >
ἀπομακτήριον
,
-ου, τό
objeto para limpiar
τούτοις νῦν ἀπομακτηρίοις κεχρήμεθα ὀργάνων κοπραγωγῶν
Tz.Comm
.Ar.1.180.24.