ἀπομάκτρα, -ας, ἡ
1 rasero
τὸ δ' ἀποψῶν ἐργαλεῖον ἀπομάκτραPoll.4.170, cf. 10.113.
2
ἀπομάγματα· τὰ ἀποκαθάρματα. καὶ †ἀπομάκτραι†Phot.α 2563.
τὸ δ' ἀποψῶν ἐργαλεῖον ἀπομάκτραPoll.4.170, cf. 10.113.
ἀπομάγματα· τὰ ἀποκαθάρματα. καὶ †ἀπομάκτραι†Phot.α 2563.