< ἀπομάσσω
ἀπομαστίδιον >
ἀπομαστιγόω
dar latigazos
ὃς καὶ τὴν θάλασσαν ἀπεμαστίγωσε
Hdt.8.109,
τοὺς ἱερέας
Hdt.3.29,
δοῦλον
D.C.60.12.2.