< ἀπομαστιγόω
ἀπομαστίζω >
ἀπομαστίδιον
,
-ου, τό
bebé
,
niño de teta
ἀπομαστίδιόν γ' ἐμῶν στέρνων
E.
Fr
.64.2.94 Bond.