ἀποκτέννω
matar
πολλούςAP 11.395 (Nicarch),
κύναLXX Is.66.3,
ἔθνηLXX Hb.1.17,
αὐτούςLXX Ps.77.34, To.6.14S
•en v. pas.
οἱ σοφοὶ ἀπεκτέννοντοLXX Da.2.13θ
•abs.
ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν τῇ κακίᾳ αὐτοῦLXX Sap.16.14.
πολλούςAP 11.395 (Nicarch),
κύναLXX Is.66.3,
ἔθνηLXX Hb.1.17,
αὐτούςLXX Ps.77.34, To.6.14S
οἱ σοφοὶ ἀπεκτέννοντοLXX Da.2.13θ
ἄνθρωπος δὲ ἀποκτέννει μὲν τῇ κακίᾳ αὐτοῦLXX Sap.16.14.