ἀποκομιστής, -οῦ, ὁ
1 conductor, guía
τὸν ἀποκομιστήν σου, τὸν ἀποκομιοῦντά σε εἰς τὸν βυθόνSch.E.Andr.1268, cf. Hec.222.
2 mensajero, portador de una carta Cat.Cod.Astr.2.193.31.
τὸν ἀποκομιστήν σου, τὸν ἀποκομιοῦντά σε εἰς τὸν βυθόνSch.E.Andr.1268, cf. Hec.222.