< ἀποκομιστής
ἀπόκομμα >
ἀποκομιστικός
,
-ή, -όν
ablatiuus
,
Gloss
.3.376
•
subst. ἡ ἀποκομιστική (
sc
. πτῶσις)
caso ablativo
Dosith.401.