< ἀποκαθαρεύω
ἀποκαθάρισμα >
ἀποκαθαρίζω
• Morfología:
[fut. -ιῶ LXX
To
.12.9]
purificar
ἑαυτόν
LXX
Ib
.25.4
•
purgar
πᾶσαν ἁμαρτίαν
LXX
To
.12.9.