ἀποκάθαρμα, -ματος, τό
residuo, desecho
ἀποκάθαρμά ἐστιν ἡ χολήArist.PA 677a29,
τοῦτο δὲ συμβαίνει ὥσπερ ἀποκάθαρμα (sc. μελίκηρα)Arist.HA 546b24,
ὥσπερ ἀποκάθαρμα αὐταῖς τοῦ κηροῦ (sc. μίτυς)Arist.HA 624a15,
ἀ. τῶν ὄντωνIul.Or.8.170d,
ἐμβαλεῖν τὰ ἀποκαθάρματαtirar la basura St.Byz.s.u. Ἀζανία,
τὰ ἀποκαθάρματα ἤτοι ἀποκοσκινήματαPMasp.2.3.11 (VI d.C.),
τὸ ἀποκάθαρμα τοῦ σώματοςde la menstruación, Clem.Al.Paed.2.10.