< ἀποδοτέος
ἀποδοτικός >
ἀποδοτήρ
,
-ῆρος, ὁ
que paga
,
que restituye
πολλοὶ στατῆρες, ἀποδοτῆρες οὐδαμεῖ
Epich.63.