ἀποδοτικός, -ή, -όν
I
τῶν παρὰ φύσινSor.18.29,
ἔργων τινῶνS.E.M.11.253.
2 que asigna
κριταὶ δίκαιοι καὶ τοῦ ἴσου καὶ ἐπιβάλλοντος ἀποδοτικοίIambl.in Nic.p.18,
τῆς γέ τοι δικαιοσύνης οὔσης τοῦ κατ' ἀξίαν ἀποδοτικῆς ἑκάστῳS.E.P.1.67.
II relativo a la apódosis, que sirve de apódosis
ἐπίρρημαEM 763.8G.
III adv. -κῶς a modo de apódosis Eust.920.55.