ἀποδιδύσκω
1 desnudar, despojar
τοὺς ἐντυγχάνονταςArtem.2.69
•en v. med. Parth.15.3
•fig. de Cristo
ἀποδιδύσκων αὐτοὺς τὸν τῆς ἁμαρτίας χιτῶναEus.M.24.461A.
2 abandonar
γῆραςArtem.2.13.
τοὺς ἐντυγχάνονταςArtem.2.69
ἀποδιδύσκων αὐτοὺς τὸν τῆς ἁμαρτίας χιτῶναEus.M.24.461A.
γῆραςArtem.2.13.