ἀπλήρωτος, -ον
I
σκάφηPoll.1.121.
2 insatisfecho
ἀ. οὖν ἡ χρεία τῆς ἀναπνοῆς ... κίνδυνον ἐπάγειGal.17(1).597.
II inasociable
κόροςPh.2.266,
γαστρὸς ἡδοναίPh.1.116,
ἀπλήρωτός σού ἐστιν ἡ ἐπιθυμίαinsaciable es tu codicia Arr.Epict.3.9.21,
ᾌδηςIUrb.Rom.1248 (II/III d.C.), cf. Luc.Merc.Cond.39
•c. gen.
πάντωνPlu.2.524b
•subst. τὸ ἀ. insaciabilidad Phld.Mus.78K., Plot.5.8.4.