< ἀπλήξ
ἀπλήρωτος >
ἀπληροφόρητος
,
-ον
1
insatisfecho
λύπη
A.Xanthipp
.5 (p.61.18).
2
falto de confianza
,
inseguro
ἔμειναν ἀπληροφόρητοι
Dor.Ab.
Doct
.M.88.1704A.