< ἀπλήρωτος
ἀπληστεί >
ἀπλησίαστος
,
-ον
espantoso
,
terrible
ὀφίων ἀπλησιάστοις κεφαλαῖς
Sch.Pi.
P
.12.15, cf. Sch.S.
Ai
.247.