ἀπλήξ, -ῆγος
1 que no ha sido golpeado, intacto sent. obs.
Ἀλκιβιάδης ... οὐκ ἀπλὴξ ἀνέστηLuc.Am.54.
2 que no ha recibido un espolonazo
ἀλεκτρυόνα ... ἀπλῆγα ἡττηθένταArr.Epict.4.1.124.
Ἀλκιβιάδης ... οὐκ ἀπλὴξ ἀνέστηLuc.Am.54.
ἀλεκτρυόνα ... ἀπλῆγα ἡττηθένταArr.Epict.4.1.124.