< ἀπερικάλυπτος
ἀπερικόπως >
ἀπερίκλαστος
,
-ον
firme
,
resuelto
ἀπερισκέπτως δὲ ὥσπερ καὶ ἀπερικλάστῳ τόνῳ
de Judas
, Cyr.Al.M.74.141D.