< ἀπερίκλαστος
ἀπερικράτητος >
ἀπερικόπως
• Alolema(s):
-κόπτως
Sch.A.
Pers
.argumen.p.420.1
adv.
sin interrupción
ὁ στρατὸς ἀ. τὰς γεφύρας ἐπεραιοῦτο
Tz.
ad Lyc
.1432.