ἀπερικόπως
• Alolema(s): -κόπτως Sch.A.Pers.argumen.p.420.1


adv. sin interrupción ὁ στρατὸς ἀ. τὰς γεφύρας ἐπεραιοῦτο Tz.ad Lyc.1432.