ἀπερικάλυπτος, -ον
1 desvelado, inocultable
(πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσινDion.Ar.CH M.3.329B.
2 adv. -ως abiertamente
ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζονDion.Ar.CH M.3.144D.
(πῦρ) φωτιστικὸν ταῖς ἀ. ἐλλάμψεσινDion.Ar.CH M.3.329B.
ὡς φῶς ἀ. ... καταυγάζονDion.Ar.CH M.3.144D.