< ἀπερικόπως
ἀπερίκτητος >
ἀπερικράτητος
,
-ον
no regido
,
no gobernado
ὁ λόγος ἐμφαίνει ἀπερικράτητον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν λαὸν εἶναι
Basil.M.30.248A.