< ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος >
ἀπερικακήτως
adv.
infatigablemente
ἀ. αἰτεῖν
Mac.Aeg.M.34.493A,
ἀ. ὀφείλει ζητεῖν τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ
Mac.Aeg.M.34.717B.