< ἀπειρόδροσος
ἀπειροδύναμος >
ἀπειροδυναμία
,
-ας, ἡ
infinita potencialidad
διὰ τὴν ἀ. τοῦ κινοῦντος
Procl.
in Prm
.1119.25, cf. Simp.
in Ph
.1329.10,
in Cael
.44.26.