< ἀπειροδιοικήτης
ἀπειροδυναμία >
ἀπειρόδροσος
,
-ον
que no conoce el rocío
ξηραί τ' Ἀμμωνίδες ἕδραι φθίνουσ' ἀπειρόδροσοι
E.
El
.735.