< ἀπειλητήριος
ἀπειλητικός >
ἀπειλητής
,
-οῦ, ὁ
amenazador
ἀπειλητὴς ἅμα καὶ σόμβουλος ὤν
I.
BI
1.201,
ἀ. τε καὶ ἀνατατικοὶ ... ὑπάρχουσι
D.S.5.31.