< ἀπειλητικός
ἀπειλικρινέω >
ἀπειληφόρος
,
-ον
amenazador
ἵνα τὰς ἀπειληφόρους ἐκείνας δυνάμεις διαφύγωμεν
Chrys.M.61.466A,
ἀγγέλους ἀπειληφόρους
Chrys.M.58.532C.