< ἀνακατάσειστος
ἀνακαχλάζω >
ἀνάκαυσις
,
-εως, ἡ
encendido
λύχνων
I.
Ap
.2.282,
πυρός
Hero
Aut
.12.1, cf. Anon.
Incred
.8.