ἀνακαχλάζω
• Alolema(s): -κοχλ- Gr.Nyss.M.46.37A, Epiph.Const.Exp.Fid.11.1 (p.511.25)


saltar a borbotones, borbotear Αἴτνης ἀνεκάχλασεν ἀέναον πῦρ Opp.C.1.275, del agua, Hero Spir.1.1.5, Gr.Nyss.l.c., λέβητι ἀνακαχλάζοντι Epiph.Const.l.c., cf. Hsch.s.u. ἀνεπάφλαζον.