< ἀνακάταξις
ἀνάκαυσις >
ἀνακατάσειστος
,
-ον
inalterable
ἂν ... ἐρηρεισμένην δὲ καὶ ἀ[να]κατάσειστον ἔχοιεν τὴν εἰς θεὸν ἀγάπησιν
Cyr.Al.M.68.265B.