< ἀνύποπτος
ἀνυποσημείωτος >
ἀνυπόπτωτος
,
-ον
1
que no está sometido a la aprehensión de
τῇ αἰσθήσει
S.E.
M
.7.345.
2
incambiable
ἐπιστήμη
Herill.
Stoic
.1.91.