< ἀνυπόπτωτος
ἀνυπόσκευος >
ἀνυποσημείωτος
,
-ον
que está sin notar
ἔστιν δὲ καὶ ἃ ἀνυποσημείωτα μεμενηκότα τῷ χρόνῳ
Clem.Al.
Strom
.1.1.14.