ἀνυπομόνητος, -ον
I
κακόνChrysipp.Stoic.3.131,
ἀ. θεάσασθαιArist.Mir.843a15,
δριμύτηςD.S.3.29,
δεινὴ καὶ ἀ. ὄψιςD.H.6.51,
τὰ ἄλλοις διὰ μαλακίαν ἢ δόξαν ἀνυπομόνηταCrates Theb.Ep.29.
2 que no soporta Procl.Par.Ptol.224
•subst. τὸ ἀ. impaciencia Mac.Aeg.M.34.852C.
II adv. -ως impacientemente
ἀ. φερόμενοιMac.Aeg.M.34.517D, cf. Hsch.s.u. ἀστέκτως.