ἀνυπονόητος, -ον
I
φύσις ... πρὸς ... τὰς αἰτίας ἀ.D.61.11,
ἄνθρωποιPlb.13.6.8,
οἰκίαιPlb.15.30.3
•inesperado
ἐνέδραPlb.1.84.8,
ἐλπίςPlb.2.57.6
•subst. plu. τὰ ἀ. sorpresas Plb.10.45.2.
2 que no sospecha, que no imagina c. gen.
τοῦ μέλλοντοςPlb.4.10.7,
ἀ. εἶναι τῆς Ἑρμείου τόλμηςPlb.5.56.2.
II adv. -ως
1 inesperadamente
ἐμπίπτεινPlb.11.21.3
•de forma no sospechosa
διακεῖσθαιPlb.14.10.7,
ἐπιστρατοπεδεύεινPlb.1.84.9.
2 ingenuamente
χρῆσθαι (οἴνῳ)Plb.5.39.2
•
ψιλῶς καὶ ἀ.Hippol.Haer.7.20.