< ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος >
ἀνυπομονησία
,
-ας, ἡ
falta de resistencia
ἀκηδία, ὀλιγωρία, ἀ.
Mac.Aeg.M.34.436A, cf. Nil.M.79.189D.