< ἀντιπεριποιητικός
ἀντιπερισπασμός >
ἀντιπερίσπασμα
,
-ματος, τό
distracción
como término milit.
ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς
Plb.3.106.6.