< ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπαστός >
ἀντιπερισπασμός
,
-οῦ, ὁ
distracción
como término milit.
νομίζων ἀντιπερισπασμόν τινα ποιήσειν
D.S.14.49.