< ἀντεμπίμπρημι
ἀντεμπλέκω >
ἀντεμπίπτω
1
caer
,
ocupar el lugar de
ἑτέρων ἀντεμπίπτει τῶν σωμάτων τῷ ἐξιόντι
Phlp.
in Ph
.547.19.
2
abs.
atacar a su vez
Agath.5.19.12.