< ἀντεμπίμπλημι
ἀντεμπίπτω >
ἀντεμπίμπρημι
• Morfología:
[aor. ind. ἀντενεπίμπρασαν Hdt.5.102]
quemar a su vez
τὰ ... ἱρά
Hdt.5.102.