ἀντεμπλέκω
1 entrecruzar
(ταινίας) κατὰ στέρνου πάλιν κατὰ πλευρὰν ἀντεμπλέκοντεςSor.Fasc.167.9
•en v. pas. entrecruzarse
ῥίζαι ... ἀντεμπεπλεγμέναι ἀλλήλαιςDsc.4.75,
ἀλλήλοιςPoll.1.184.
2 en v. med. abrazar a su vez I.AI 16.61.
(ταινίας) κατὰ στέρνου πάλιν κατὰ πλευρὰν ἀντεμπλέκοντεςSor.Fasc.167.9
ῥίζαι ... ἀντεμπεπλεγμέναι ἀλλήλαιςDsc.4.75,
ἀλλήλοιςPoll.1.184.