ἀνεπίπλοκος, -ον
1 no combinable con
ἡ γὰρ προστακτικὴ ἔγκλισις ἀνεπίπλοκος τῇ εὐκτικῇA.D.Synt.204.4
•fig. deshilvanado
λέξιςEust.Ant.Engast.8.
2 adv. -ως c. ἔχω ser incapaz de combinación
πρὸς ἄλληλα τὰ ἐναντία πάθηNil.M.79.809B.
ἡ γὰρ προστακτικὴ ἔγκλισις ἀνεπίπλοκος τῇ εὐκτικῇA.D.Synt.204.4
λέξιςEust.Ant.Engast.8.
πρὸς ἄλληλα τὰ ἐναντία πάθηNil.M.79.809B.