< ἀνεπίπλοκος
ἀνεπιπρόσθητος >
ἀνεπίπρατος
,
-ον
no vendido
φ[υλά]ξαι ... καθαρὰν νομὴν ἀνεπίπρατον καὶ ἀνυπόθετον ἑτέρῳ ἀνδρί
PMichael
.42A.27 (VI d.C.).