< ἀνεπίπληκτος
ἀνεπίπλοκος >
ἀνεπιπληξία
,
-ας, ἡ
relajación
τρυφῆς μεστοὶ καὶ ἀνεπιπληξίας
Pl.
Lg
.695b,
τρυφῇ καὶ ἐξουσίᾳ ἀνεπιπληξίᾳ τε χρῶνται
D.C.80.4.1.