< ἀνεπιβάρητος
ἀνεπίβατος >
ἀνεπιβασία
,
-ας, ἡ
1
irrupción
,
ataque
,
IG
4.752.6 (Trezén).
2
prohibición de tener trato
παισι παίδων
Heraclit.
Ep
.9.8.