ἀνεπίβατος, -ον
inaccesible
τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ... ἀνεπίβατον ... γυμνῷ ποδίStr.12.3.11, cf. Plu.2.228b, Sm.Ie.9.12
•fig. inalcanzable
σοφίαClem.Al.Strom.1.5.29
•subst. τὸ ἀ. lo inalcanzable Nil.M.79.961A.
τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ... ἀνεπίβατον ... γυμνῷ ποδίStr.12.3.11, cf. Plu.2.228b, Sm.Ie.9.12
σοφίαClem.Al.Strom.1.5.29