< ἀνδροπρόσωπος
ἀνδρορρώξ >
ἀνδρόπρῳρος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀνδρόπρωρος
Hsch.
que tiene cara de hombre
βουγενῆ
Emp.B 61, cf. Arist.
Ph
.198
b
32, Hsch.