< ἀνδροπρεπής
ἀνδρόπρῳρος >
ἀνδροπρόσωπος
,
-ον
que tiene cara de hombre
Hsch.s.u.
ἀνδρόπρωρον
, cf. tb. Hsch.s.u.
ἀντίπρωρα
.