< ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος >
ἀνδρορρώξ
,
-ῶγος adj. ἡ
• Grafía:
graf. αντροροχανδρωρ
despedazador de hombres
pap. mágico en
SCO
29.1979.64 (V d.C.).