ἀναυδής, -ές
1 indecible Hsch.
2 mudo, silencioso de pers., Epicr.11.20,
παλάμην ὤρεξεν ἀναυδέαNonn.D.36.380,
νεκρόςNonn.Par.Eu.Io.5.25,
δάκτυλον αὐτοβόητον ἀναυδέι (sic) ῥινὶ πελάσσαςNonn.Par.Eu.Io.4.26.
παλάμην ὤρεξεν ἀναυδέαNonn.D.36.380,
νεκρόςNonn.Par.Eu.Io.5.25,
δάκτυλον αὐτοβόητον ἀναυδέι (sic) ῥινὶ πελάσσαςNonn.Par.Eu.Io.4.26.