< ἀνάποσις
ἀναπόστατος >
ἀναπόσπαστος
,
-ον
1
inseparable
τοῦ ἑνός
Dam.
Pr
.113
•
subst.
τὸ τῆς κυριότητος ἀ.
Chrys.M.63.15.
2
adv. -ως
inseparablemente
Simp.
in Epict
.6.35.