ἀναπόστατος, -ον
I inseparable
σοῦ ἐστιν ἀ. κατ' οὐσίανPorph.Sent.40.
II
θανάτουEpigr.Gr.526
•abs. POxy.1469.5 (III d.C.).
2 que no permite escapar
δεσπόταιPlu.2.166e.
σοῦ ἐστιν ἀ. κατ' οὐσίανPorph.Sent.40.
θανάτουEpigr.Gr.526
δεσπόταιPlu.2.166e.